- καθυλάκτει
- καθυλακτέωbark atpres imperat act 2nd sg (attic epic)καθυλακτέωbark atimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυλακτεῖ — καθυλακτέω bark at pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καθυλακτέω bark at pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… … Dictionary of Greek